ἐπιχρίοντες

ἐπιχρίοντες
ἐπιχράω
touch on the surface
pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic)
ἐπιχράω 1
touch on the surface
pres part act masc nom/voc pl (doric ionic)
ἐπιχρί̱οντες , ἐπιχρίω
anoint
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιχρίω — (AM ἐπιχρίω) 1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ τυφλοῡ», ΚΔ β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ») 2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω αρχ. επαλείφω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”